ὁμοπαθής

ὁμόπαις

ὁμοπάτριος
ὁμό·παις, -παιδος (ὁ, ἡ) jumeau (frère ou sœur), Poèt. (Hsch.) ; Poll. 3, 23.
Étym. ὁμ. παῖς.