ὁμόσιτος

ὁμόσκευος

ὁμοσκηνία
ὁμό·σκευος, ος, ον, équipé ou vêtu de la même manière, Thc. 2, 96 ; 3, 95 ; DH. Rhet. 8, 11, p. 302, 8.
Étym. ὁμ. σκευή.