ὁμόσκοτος

ὁμόσπλαγχνος

ὁμόσπονδος
ὁμό·σπλαγχνος, ος, ον, né des mêmes entrailles, fraternel, Eschl. Sept. 889 ; Soph. Ant. 511.
Étym. ὁμ. σπλάγχνον.