ὁμοθυμαδόν

ὁμοθυμέω-ῶ

ὁμοίϊος
ὁμοθυμέω-ῶ [] être d’accord, Xén. Cyr. 4, 2, 47 dout.
Étym. *ὁμόθυμος de ὁμός, θυμός.