ὁμοζηλία

ὁμόζηλος

ὁμοζυγέω-ῶ
ὁμό·ζηλος, ος, ον, d’un zèle égal à, dat. Phil. 1, 146 ; abs. Nonn. D. 37, 261.
Étym. ὁμ. ζῆλος.