ὁμηγυρίζομαι

ὁμηγύριος

ὁμήγυρις
*ὁμηγύριος, dor. ὁμαγύριος, ου () [ᾱῠ] qui assemble, ép. de Zeus, Paus. 7, 24, 3.
Étym. ὁμήγυρις.