ὁμωρόφιος

ὁμώροφος

ὁμῶς
ὁμ·ώροφος, ος, ον, qui demeure sous le même toit, Babr. 12, 13 ; Ath. 437f (vulg. ὁμόροφος).
Étym. ὁμ. ὀροφή.