ὁπλιτοπάλης

ὁπλοδοτέω-ῶ

ὁπλόδουπος
ὁπλο·δοτέω-ῶ, donner des armes à, acc. Spt. 1 Macc. 14, 32.
Étym. ὅπλον, δοτός.