ὁπλιτοδρομέω-ῶ

ὁπλιτοπάλης

ὁπλοδοτέω-ῶ
*ὁπλιτο·πάλης, dor. ὁπλιτο·πάλας, ου () [ᾰλᾱ] qui combat pesamment armé, Eschl. fr. 427 Dind.
Étym. ὁπλίτης, πάλη.