ὁπλοθήκη

ὁπλολογέω-ῶ

ὅπλομαι
ὁπλο·λογέω-ῶ, ramasser des armes, Spt. 2 Macc. 8, 27 et 31.
Étym. ὅπλ. -λογος de λέγω.