ὁπλόδουπος

ὁπλοθήκη

ὁπλολογέω-ῶ
ὁπλο·θήκη, ης () dépôt d’armes, arsenal, Plut. Syll. 14, M. 159e ; El. V.H. 6, 12 ; Spt. 2 Par. 32, 27.
Étym. ὅπλ. θήκη.