ὁπλοφυλάκιον

ὁπλοφύλαξ

ὁπλοχαρής
ὁπλο·φύλαξ, ακος () [ῠᾰκ] préposé à la garde d’un arsenal, Ath. 538b.
Étym. ὅπλ. φύλαξ.