ὁπλοφύλαξ

ὁπλοχαρής

ὀποϐάλσαμον
ὁπλο·χαρής, ής, ές [] qui aime les armes, belliqueux, Orph. H. 31, 6 ; 64, 2.
Étym. ὅπλ. χαίρω.