ὀποϐάλσαμον

ὁποδαπός

ὀποειδής
ὁ·ποδαπός, ή, όν [] de quel pays, Plat. Phædr. 275c, Diph. (Ath. 225b) ||
E Ion. ὁκόδαπος, Hdt. 5, 13 ; 9, 16.
Étym. ὁ-, thème du pron. relat. et ποδαπός.