ὁπλοχαρής

ὀποϐάλσαμον

ὁποδαπός
ὀπο·ϐάλσαμον, ου (τὸ) [σᾰ] suc du baumier, Th. H.P. 4, 4, 14 ; Diosc. 1, 18 (ὀπός 1, βάλσαμον).