ὁποιοσδή

ὁποιοσοῦν

ὁποῖόσπερ
ὁποιοσ·οῦν, αοῦν, ονοῦν, qui que ce soit, quelconque, Plat. Theæt. 182d.
Étym. ὁποῖος, οὖν.