ὁποιοσοῦν

ὁποῖόσπερ

ὁποιοσποτοῦν
ὁποῖόσ·περ, άπερ, όνπερ, quel, de quelle nature, de quelle sorte, Eschl. Ch. 669 ; Xén. Œc. 4, 5.
Étym. ὁποῖος, περ.