ὀπός

ὁποσάκις

ὁποσακισοῦν
ὁποσάκις [ᾰῐ] adv. autant de fois que, aussi souvent que, Xén. Cyr. 2, 2, 30 ; 2, 3, 23.
Étym. ὁπόσος, -άκις.