ὁποσάμηνος

ὁποσαπλασιοσοῦν

ὁποσάπους
ὁποσαπλασιοσοῦν, -αοῦν, ονοῦν [λᾰ] en aussi grand nombre que possible, Arstt. Phys. 3, 42.
Étym. ὁπόσος, -πλάσιος, οὖν.