ὁποσαπλασιοσοῦν

ὁποσάπους

ὁποσαχῆ
ὁποσά·πους, ους, ουν, gén. -ποδος, long de combien de pieds, Luc. Gall. 9.
Étym. ὁπόσος, πούς.