ὁποτέρωθι

ὁποτέρως

ὁποτέρωσε
ὁποτέρως, adv. relat. de laquelle des deux manières, Thc. 1, 78 ; Plat. Ep. 339e, Prot. 320c, etc.
Étym. ὁπότερος.