ὁποτέρως

ὁποτέρωσε

ὁποτερωσοῦν
ὁποτέρωσε, adv. relat. vers lequel des deux endroits, Thc. 1, 63 ; 5, 65 ; Plat. Conv. 190a.
Étym. ὁπότερος, -σε.