ὅραι

ὅραμα

ὁραματίζομαι
ὅραμα, ατος (τὸ) [ρᾱ] ce que l’on voit, spectacle, Xén. Cyr. 3, 3, 66 ; Eq. 9, 4 ; Hier. 1, 4 ; Arstt. Nic. 10, 2, etc.
Étym. ὁράω.