ὁρμητικός

ὁρμητικῶς

ὁρμητός
ὁρμητικῶς, adv. avec élan : ἔχειν πρός τι, Arstt. H.A. 6, 18 ; Ath. 401c, être porté vers, enclin à ||
Cp. ὁρμητικώτερον, Arstt. H.A. 8, 12, 7.