ὁσάκις

ὁσαπλάσιος

ὁσαπλασίων
ὁσαπλάσιος, α, ον [λᾰ] de combien de façons, Archim. Sph. cyl. 1, 2, p. 106, etc.
Étym. ὅσος, -πλάσιος.