ὑακινθίζω

ὑακινθινοϐαφής

ὑακίνθινος
ὑακινθινο·ϐαφής, ής, ές [ᾰθῐᾰ] teint au violet de jacinthe, Xén. Cyr. 6, 4, 2 ; Arr. An. 6, 29, 6.
Étym. ὑακίνθινος, βάπτω.