ὑακινθινοϐαφής

ὑακίνθινος

Ὑακίνθιος
ὑακίνθινος, η, ον [ᾰθῐ] de couleur jacinthe, c. à d. violet ou bleu foncé, Od. 6, 231 ; 23, 158 ; Sapph. 62 (30) Bgk ; Thcr. Idyl. 11, 26 ; Luc. Im. 5, etc.
Étym. ὑάκινθος.