ὑαλοῦς

ὑαλόχροος-ους

ὑαλώδης
ὑαλό·χροος-ους, οος-ους, οον-ουν [ῠ, p. exc. ] qui a la couleur du verre, Anth. 6, 211.
Étym. ὕαλος, χρόα.