Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὑαλόχροος-ους
ὑαλώδης
ὑάλωμα
ὑαλώδης,
ης, ες
[
ᾰ
]
c.
ὑαλοειδής,
Hpc.
Coac.
140
e
,
173
e
,
etc.
Étym.
ὕαλος, -ωδης
.