ὑδατοτρεφής

ὑδατόχλοος

ὑδατόχλωρος
ὑδατό·χλοος, ος, ον [ῠᾰ] d’un vert de mer (litt. d’eau), Hpc. (Gal. 9, 295).
Étym. ὕδ. χλόη.