Ὑδατοσύδνη

ὑδατοτρεφής

ὑδατόχλοος
ὑδατο·τρεφής, ής, ές [ῠᾰ] qui se nourrit d’eau, qui croît au bord de l’eau, Od. 17, 208.
Étym. ὕδ. τρέφω.