ὑδατόκλυστος

ὑδατοπλήξ

ὑδατοποσία
ὑδατο·πλήξ, ῆγος (ὁ, ἡ) [ῡᾰ] battu par l’eau, Opp. C. 2, 142.
Étym. ὕδ. πλήσσω.