Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὑδατοπλήξ
ὑδατοποσία
ὑδατοποτέω-ῶ
ὑδατοποσία,
ας
(
ἡ
) [
ῠᾰ
] action de boire de l’eau,
Hpc.
400, 38 ;
Luc.
Rh. præc.
9
.
Étym.
ὑδατοπότης
.