ὑδροϐατικός

ὑδρόγαρον

ὑδρογάστωρ
ὑδρό·γαρον, ου (τὸ) [] garum délayé dans l’eau, Aét. 3, 84 ; A. Tr. 1, p. 14.
Étym. ὕδ. γάρον.