ὑδρόγαρον

ὑδρογάστωρ

ὑδρογνώμων
ὑδρο·γάστωρ, ορος (ὁ, ἡ) malade d’une hydropisie du ventre, Man. 1, 155.
Étym. ὕδωρ, γαστήρ.