ὑδρογάστωρ

ὑδρογνώμων

ὑδρογονικός
ὑδρο·γνώμων, ονος (ὁ, ἡ) qui sait découvrir des sources ou des nappes d’eau, Geop. 2, 10, 6.
Étym. ὕδωρ, γνώμων.