ὑδροκιρσοκήλη

ὑδρολάπαθον

ὑδρολόγιον
ὑδρο·λάπαθον, ου (τὸ) [ᾰᾰ] seul. lat. hydrolapathum, patience aquatique, plante, Plin. H.N. 20, 21, 85.
Étym. ὕδ. λάπαθον.