ὑδρολάπαθον

ὑδρολόγιον

ὑδρόμαντις
ὑδρο·λόγιον, ου (τὸ) petite clepsydre, Ptol. Tetr. p. 108, 23 ; Cléom. 2, 1.
Étym. ὕδ. λόγος.