ὑδρολόγιον

ὑδρόμαντις

ὑδρομαστευτική
ὑδρό·μαντις, εως (ὁ, ἡ) devin ou devineresse qui prédit l’avenir au moyen de l’eau, Str. 762 ; Man. 4, 212.
Étym. ὕδ. μάντις.