ὑδρομέλαθρος

ὑδρόμελι

ὑδρομέτριον
ὑδρό·μελι, ιτος (τὸ) hydromel, mélange d’eau et de miel, Diosc. 5, 17 ; Gal. 6, 274 ; Sext. M. 6, 44, etc.
Étym. ὕδ. μέλι.