ὑδρόμελι

ὑδρομέτριον

ὑδρόμηλον
ὑδρο·μέτριον, ου (τὸ) vase rempli d’eau pour mesurer le volume d’un corps, Théon 2 Ptol. 5, p. 261.
Étym. ὕδ. μέτρον.