ὑδρομέτριον

ὑδρόμηλον

ὑδρομιγής
ὑδρό·μηλον, ου (τὸ) mélange d’eau et de μηλόμελι, sorte de boisson, Diosc. 5, 30 ; Artém. 1, 66 ; Geop. 8, 27.
Étym. ὕδ. μηλόμελι.