ὑδρόμφαλος

ὑδρονομέομαι-οῦμαι

ὑδροπέπερι
ὑδρο·νομέομαι-οῦμαι (seul. prés.) se faire donner sa portion d’eau, Luc. Lex. 9.
Étym. ὕδ. νομός.