ὑδρονομέομαι-οῦμαι

ὑδροπέπερι

ὑδροπίπερον
ὑδρο·πέπερι, εος (τὸ) poivre d’eau (Polygonum hydropiper L.) plante, Diosc. 2, 191 ; Gal. 13, 238.