ὑδροφοϐιάω-ῶ

ὑδροφοϐικός

ὑδροφόϐος
ὑδροφοϐικός, ή, όν, qui concerne l’hydrophobie, Diosc. Ther. 2 ; Gal. 14, 208.
Étym. ὑδροφοϐία.