ὑδροφοϐικός

ὑδροφόϐος

ὑδροφορέω-ῶ
ὑδρο·φόϐος, ος, ον, atteint d’hydrophobie, Arr. Epict. 4, 4, 20.
Étym. cf. le suiv.
ὑδρο·φόϐος, ου () c. ὑδροφοϐία, Diosc. Ther. Præf. ; Gal. Def. med. t. 2, p. 262.
Étym. ὕδ. φόϐος.