ὑδροφόϐος

ὑδροφορέω-ῶ

ὑδροφορία
ὑδροφορέω-ῶ, porter de l’eau, Xén. An. 4, 5, 9 ; Arstt. H.A. 9, 40, 32.
Étym. ὑδροφόρος.