ὑδροπόρος

ὑδροποσία

ὑδροποτέω-ῶ
ὑδροποσία, ας () habitude de ne boire que de l’eau, Xén. Cyr. 1, 5, 12 ; Plat. Leg. 674a, etc. ||
E Ion. -ίη, Hpc. Acut. 389.
Étym. ὑδροπότης.