ὑδροποσία

ὑδροποτέω-ῶ

ὑδροπότης
ὑδροποτέω-ῶ, ne boire que de l’eau, Hdt. 1, 71 ; Xén. Cyr. 6, 2, 26 ; Plat. Rsp. 561c, etc.
Étym. ὑδροπότης.