ὑδροποτέω-ῶ

ὑδροπότης

ὑδρορόδινον
ὑδρο·πότης, ου () buveur d’eau, Xén. Cyr. 6, 2, 29 ; Ath. 44c ; fig. Anth. 11, 20.
Étym. ὕδ. πίνω.